- κομπλιμέντο
- το комплимент; любезность;
κάνω κομπλιμέντα — говорить комплименты, любезности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω κομπλιμέντα — говорить комплименты, любезности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπλιμέντο — το φιλοφρόνηση, έπαινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimento < ισπ. cumplimiento < cumplir «συμπληρώνω, ολοκληρώνω είμαι ευγενικός» (< λατ. complere «συμπληρώνω»)] … Dictionary of Greek
κομπλιμέντο — το (λ. ιταλ.), φιλοφρόνηση, κολακεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπλιμεντόζικος — η, ο [κομπλιμεντόζος] αυτός που γίνεται για κομπλιμέντο, φιλοφρονητικός … Dictionary of Greek
κοπλιμέντο — το βλ. κομπλιμέντο … Dictionary of Greek
φιλοφρόνηση — η / φιλοφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [φιλοφρονῶ] 1. ευγενική, φιλική συμπεριφορά 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο … Dictionary of Greek
φιλοφρόνημα — το, ατος πράξη ή ένδειξη φιλοφροσύνης, φιλοφρόνηση, περιποίηση, κομπλιμέντο: Στη δεξίωσή του έκανε φιλοφρονήματα στους καλεσμένους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοφρόνηση — η 1. φιλική συμπεριφορά σε κάποιον, περιποιητικότητα, περιποιήσεις: Μας δέχτηκαν με φιλοφρόνηση. 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο, τσιριμόνια: Οι φιλοφρονήσεις κολακεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)